-
1 πτερωτος
3 и 21) крылатый, пернатый(ὄρνιθες Eur.; sc. ζῷα Arst.; ὄφιες Her.)
2) оперенный(τοξεύματα Eur.)
3) быстрокрылый, стремительный(Διὸς βροντή Soph.; ἅρμα Eur.)
4) производимый крыльями(φθόγγος Arph.)
5) сделанный из перьев(χιτωνίσκοι Plut.)
См. также в других словарях:
ίκταρ — (I) ἴκταρ (Α) επίρρ. 1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.) 2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.) 3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά… … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek